-
1 εδαφος
- εος τό1) основание, дно(νηός Hom., Plut. и πλοίου Dem.; ποταμοῦ Xen.; θαλάσσης Arst.)
ἐχθρὸς τῷ ἐδάφει Dem. — смертельный враг2) земля, почваεἰς τὸ ἔ. καθαιρεῖν или κατασκάπτειν Thuc. и καταβάλλειν Plut. — сравнивать с землей, срывать до основания3) pl. земельные владения Isae.; территория(τῆς πατρίδος Aeschin.; τῆς πόλεως Dem.)
4) пол(τοῦ οἴκου Her.; ὀρχήστρας Arst.)
См. также в других словарях:
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek